ολκήεις

ολκήεις
ὁλκήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που έλκει την πλάστιγγα, δηλ. ο βαρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλκή + κατάλ. -ήεις (πρβλ. οπλ-ήεις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὁλκήεσσαν — ὁλκήεις drawing the scale fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”